- σβίγκος
- ο(λ. γερμ.), είδος γλυκίσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβίγκος — ο, Ν είδος γλυκίσματος, βώλοι ζύμης από αλεύρι και αβγά, τηγανισμένοι σε βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γερμ. swinge] … Dictionary of Greek